χριστεπώνυμος

χριστεπώνυμος
ος , ον христианский;

§ χριστεπώνυμον πλήρωμα — христиане


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χριστεπώνυμος" в других словарях:

  • χριστεπώνυμος — η, ο / χριστεπώνυμος, ον, ΝΜ εκκλ. αυτός που έχει την επωνυμία τού Ιησού Χριστού, χριστιανός («χριστεπώνυμο πλήρωμα» τα μέλη τής χριστιανικής εκκλησίας, το σύνολο τών χριστιανών). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἐπώνυμος] …   Dictionary of Greek

  • χριστεπώνυμος — η, ο στην εκκλησιαστική γλώσσα, αυτός που επονομάζεται με το όνομα του Χριστού, χριστιανός: Έκανε έκκληση στο χριστεπώνυμο ακροατήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»